- μόχθος
- μόχθος, ο και μόχτος, οκόπος σωματικός, καταπόνηση, ταλαιπωρία, βάσανο: Βγάζει με μόχθο το ψωμί του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μόχθος — toil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
μόχθω — μόχθος toil masc nom/voc/acc dual μόχθος toil masc gen sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθε — μόχθος toil masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοι — μόχθος toil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοιο — μόχθος toil masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοις — μόχθος toil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοισι — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοισιν — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθον — μόχθος toil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)